πολυαμάρτητος

πολυαμάρτητος
-ον, ΜΑ
αυτός που υπέπεσε σε πολλές αμαρτίες, ο πολύ αμαρτωλός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + ἁμαρτάνω (πρβλ. αν-αμάρτητος, δυσ-αμάρτητος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”